- πρυτανεύω
- ΝΑ, και αττ. τ. προτανεύω και φωκ. τ. βρυτανεύω Α(στην αρχ. Αθήνα) (για φυλή ή για πρόσ.) ασκώ το αξίωμα τού πρυτάνεως (α. «Ἀκαμαντὶς πρυτάνευε», Θουκ.β. «πρυτανεύσας τὴν πρώτην πρυτανείαν», Αντιφ.)νεοελλ.1. είμαι πρύτανης πανεπιστημίου ή άλλης ανώτατης σχολής2. μτφ. επικρατώ, κυριαρχώ («πρέπει να πρυτανεύει το πνεύμα τής αλληλεγγύης μεταξύ τών κρατών»)αρχ.1. είμαι πρόεδρος, κυβερνώ («πρυτανεύειν ἀθανάτοισι», Υμν. Απολλ.)2. είμαι πρόεδρος διαιτητικού δικαστηρίου3. υποβάλλω πρόταση νόμου4. (σε συνεκφορά με το ρ. διοικῶ) ελέγχω, κανονίζω («τὰ παρ' ὑμῶν διοικοῡντα Φιλίππῳ καὶ πρυτανεύοντα», Δημοσθ.)5. μτφ. προαγγέλλω («[αἱ Πλειάδες] τὸ ἔαρ ἡμῑν πρυτανεύουσιν», Προκ. Γαζ)6. παθ. πρυτανεύομαιανέχομαι να διευθύνομαι από κάποιον7. (η μτχ. μέσ. ενεστ.) πρυτανευόμενος, -μένη, -οναυτός που γίνεται αντικείμενο περιποιήσεων από τους άλλους8. φρ. α) «πρυτανεύω εἰρήνην [ή περὶ εἰρήνης]» ὴ «πρυτανεύω τινὶ εἰρήνην»i) υποβάλλω πρόταση για ειρήνη και προκαλώ ψηφοφορία σχετικά με αυτήνii) πετυχαίνω ειρήνη υπέρ κάποιουβ) «δεῑπνον χαριέντως πεπρυτανευμένον»μτφ. δείπνο με χάρη προετοιμασμένο.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρύτανις. Για τους τύπους πρυτανεύω, βρυτανεύω βλ. λ. πρύτανης].
Dictionary of Greek. 2013.